σακοράφα

σακοράφα
η, Ν
1. μεγάλη και χοντρή βελόνα με την οποία ράβονται σάκοι, στρώματα ή χοντρά υφάσματα, αλλ. σακοβελόνα ή αρμενοβελόνα
2. κοινή ονομασία σύγγναθων τελεόστεων ψαριών με αιχμηρό ρύγχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σακκοράφ-ιον + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α, μαχαίρ-α)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σακοράφα — η σακοβελόνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Sakorafa — Sofia Sakorafa (griechisch Σοφία Σακοράφα, * 29. April 1957 in Trikala) ist eine ehemalige griechische Leichtathletin. Bei einer Körpergröße von 1,77 m betrug ihr Wettkampfgewicht 73 kg. Insgesamt stellte Sofia Sakorafa 16 griechische Rekorde im… …   Deutsch Wikipedia

  • Βερούλη, Άννα — (Καβάλα 1957 –). Πρωταθλήτρια στίβου. Η Β. υπήρξε η αθλήτρια που συνέβαλε με τις διακρίσεις της στην αναγέννηση του ελληνικού αθλητισμού και στην προσέλκυση περισσότερων γυναικών στα στάδια του στίβου. Μεγάλωσε στην Καβάλα και εντάχθηκε στο… …   Dictionary of Greek

  • Sofia Sakorafa — ( el. Σοφία Σακοράφα, born April 29, 1957) is a former javelin thrower from Greece.She was born in Trikala.She broke the world record on 16 09 1982 with a throw of 74.20 metres. That mark stood as a Greek record until the new javelin was… …   Wikipedia

  • Sofia Sakorafa — (griechisch Σοφία Σακοράφα, * 29. April 1957 in Trikala) ist eine ehemalige griechische Leichtathletin. Bei einer Körpergröße von 1,77 m betrug ihr Wettkampfgewicht 73 kg. Insgesamt stellte Sofia Sakorafa 16 griechische Rekorde im Speerwurf… …   Deutsch Wikipedia

  • ακέστρα — ἀκέστρα, η (Α) [ἀκέομαι] μεγάλη βελόνα, σακοράφα (Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 4, 1, Ετυμ. Μέγα) …   Dictionary of Greek

  • σακκοράφιον — τὸ, ΜΑ η σακοράφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκκος + ράφιον (< ῥαφή < ῥάπτω)] …   Dictionary of Greek

  • σακοβελόνη — και σακοβελόνα, η, Ν η σακοράφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + βελόνη / βελόνα] …   Dictionary of Greek

  • σακοβελόνα — η βελόνα για το ράψιμο των σάκων, σακοράφα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”